παντόφθαλμος

παντόφθαλμος
-ον, Α
αυτός που είναι γεμάτος μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παντόφθαλμον — παντόφθαλμος all eyes masc/fem acc sg παντόφθαλμος all eyes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”